- συνοπαδός
- συνοπᾱδός , συνοπαδόςfollowing along withmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοπαδός — όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α [ὀπαδός] 1. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ακόλουθος («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», Πλάτ.) 2. σύντροφος … Dictionary of Greek
συνοπάων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) συνοπαδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀπάων «σύντροφος, οπαδός»] … Dictionary of Greek
συνοπαδώ — έω, Μ [συνοπαδός] είμαι πιστός οπαδός κάποιου … Dictionary of Greek
ξυνοπαδός — συνοπᾱδός , συνοπαδός following along with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπαδοῖς — συνοπᾱδοῖς , συνοπαδός following along with masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπαδοί — συνοπᾱδοί , συνοπαδός following along with masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπαδούς — συνοπᾱδούς , συνοπαδός following along with masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπαδῶν — συνοπᾱδῶν , συνοπαδός following along with masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπαδόν — συνοπᾱδόν , συνοπαδός following along with masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)